Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευηκοώ — εὐηκοῶ, έω (Α) [ευήκοος] είμαι ευήκοος, υπακούω πρόθυμα («καὶ εὐηκοήσω τῶν ἀεὶ κρινόντων», φράση στον όρκο τών εφήβων τής αρχαίας Αθήνας) … Dictionary of Greek
ευακοώ — εὐακοῶ, έω (Μ) δωρ. τ., βλ. ευηκοώ … Dictionary of Greek